- αιμακουρια...
- αἱμακουρία...αἰμακορία, αἱμακουρία[κορέννυμι] ἥ преимущ. pl. кровавые возлияния на могиле Pind., Plut.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
αἱμακουρίας — αἱμακουρίᾱς , αἱμακουρία fem acc pl αἱμακουρίᾱς , αἱμακουρία fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἱμακουρίαι — αἱμακουρία fem nom/voc pl αἱμακουρίᾱͅ , αἱμακουρία fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἱμακουρίαν — αἱμακουρίᾱν , αἱμακουρία fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἱμακουρίαις — αἱμακουρία fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)